συντριβή

συντριβή
η
1. θρυμμάτισμα.
2. καταστροφή, ήττα: Πέτυχαν τη συντριβή των εχθρικών δυνάμεων. – Η ομάδα μας έπαθε συντριβή σ' αυτόν τον αγώνα.
3. υπερβολική θλίψη, κυρίως από τη συναίσθηση κάποιας κακής πράξης: Με συντριβή καρδιάς ζήτησε συχώρεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντριβή — crushing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβή — η, ΝΜΑ [συντρίβω] όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῑται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ) νεοελλ. μσν. μτφ. σπαραγμός ψυχής μσν. αρχ. σύντριψη …   Dictionary of Greek

  • συντριβῇ — συντρίβω rub together aor subj pass 3rd sg συντριβή crushing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίβῃ — συντρί̱βῃ , συντρίβω rub together pres subj mp 2nd sg συντρί̱βῃ , συντρίβω rub together pres ind mp 2nd sg συντρί̱βῃ , συντρίβω rub together pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβῆι — συντριβῇ , συντρίβω rub together aor subj pass 3rd sg συντριβῇ , συντριβή crushing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβαί — συντριβή crushing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβῆς — συντριβή crushing fem gen sg (attic epic ionic) συντριβής living together masc/fem acc pl (attic epic doric) συντριβής living together masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβήν — συντριβή crushing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριβῶν — συντριβή crushing fem gen pl συντριβής living together masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”